αυτόμολος

αυτόμολος
-η, -ο (AM αὐτόμολος, -ον)
(ειδικά για στρατιωτικούς) αυτός που εγκαταλείπει τις δικές του τάξεις και προσχωρεί στους αντιπάλους
αρχ.
Ι. αυτόκλητος, ακάλεστος
II. επίρρ. αὐτομόλως
προδοτικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο-* + (θ.) μολ-, έμολον, αόρ. β' του βλώσκω «έρχομαι» (πρβλ. αγχίμολος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αὐτόμολος — going of oneself masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αυτόμολος — η, ο αυτός που αφήνει τη θέση του στο στρατό και προσχωρεί στον εχθρό, ή απαρνιέται την ιδεολογία του και προσχωρεί στην αντίθετή της: Οι αυτόμολοι περιφρονούνται από εχθρούς και φίλους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αὐτομόλως — αὐτόμολος going of oneself adverbial αὐτόμολος going of oneself masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτόμολον — αὐτόμολος going of oneself masc/fem acc sg αὐτόμολος going of oneself neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτομόλοις — αὐτόμολος going of oneself masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτομόλοισι — αὐτόμολος going of oneself masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτομόλου — αὐτόμολος going of oneself masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτομόλους — αὐτόμολος going of oneself masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτομόλων — αὐτόμολος going of oneself masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτομόλῳ — αὐτόμολος going of oneself masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”